- λογαριαστής
- οαυτός που κάνει τους λογαριασμούς, ο λογιστής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογαριαστής — ο (Μ λογαριαστής) [λογαριάζω] νεοελλ. λογιστής μσν. 1. (ως αυλικός τίτλος) λογαράς*, λογιστής 2. καλός κατασκευαστής, καλλιτέχνης … Dictionary of Greek
Megas logothetes — The megas logothetēs (Greek: μέγας λογοθέτης) or Grand Logothete, was an official supervising all the sekreta (the Byzantine Empire s fiscal departments). The post was first established by Emperor Alexios I Komnenos (r. 1081–1118) as the… … Wikipedia